- ὑπέρβιον
- ὑπέρβιοςof overwhelming strengthmasc/fem acc sgὑπέρβιοςof overwhelming strengthneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὑπέρβιον — Ὑπέρβιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρβιος — ον, Α 1. πάρα πολύ δυνατός («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», Πίνδ.) 2. υπέρμετρος, αδιάντροπος, αχαλίνωτος («ὑπέρβιον ὕβριν», Ομ. Οδ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρβιον αδιάντροπα, ασυγκράτητα. επίρρ... ὑπερβίως Α ασυγκράτητα, αδιάντροπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + … Dictionary of Greek
PELARGI — Graece Πελαργοι, cognominati sunt διὰ τὴν πλάνην, i. e. ob peregrinationem seu errorem, duo fratres, quie Tuscia profecti Athenas venerunt, ibiqueprimi, cum prius in specubus locisque subterraneis homines habitarent, ex lateribus domos… … Hofmann J. Lexicon universale
κύκνειος — α, ο(ν) (Α κύκνειος, α, ον, θηλ. και ος και κυκνῑτις, ίτιδος) [κύκνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο ή προέρχεται από τον κύκνο («κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναί», ΠΔ) νεοελλ. φρ. «το κύκνειον άσμα» ή απλώς «το κύκνειο» το τελευταίο έργο … Dictionary of Greek
λάτριος — λάτριος, ία, ον (Α) [λάτρις] αυτός που ανήκει σε υπηρέτη ή σε υπηρεσία, σε δουλεία («λάτριον... μισθὸν ὑπέρβιον», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
φθινύθω — Α (ποιητ. τ.) 1. (κυριολ. και μτφ.) καταστρέφω κάτι σταδιακά (α. «φθινύθουσιν ἕδοντες οἶκον ἐμόν», Ομ. Οδ. β. «οἵ μευ φθινύθουσι φίλην κῆρα», Ομ. Οδ.) 2. καταναλώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό («οἶνον δὲ φθινύθουσιν ὑπέρβιον ἐξαφύοντες», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek